- κοινωφελία
- κοιν-ωφελία, ἡ,A common utility, Phld.Rh.1.174 S. (pl.), D.S.1.51: on the form ([suff] κοίν-εια Just.Nov.7.12 Ep.), cf. EM462.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοινωφελία — κοινωφελίᾱ , κοινωφελία common utility fem nom/voc/acc dual κοινωφελίᾱ , κοινωφελία common utility fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωφελία — κοινωφελία, ἡ (Α) βλ. κοινωφέλεια … Dictionary of Greek
κοινωφελίαν — κοινωφελίᾱν , κοινωφελία common utility fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωφέλεια — η (AM κοινωφέλεια, Α και κοινωφελία) [κοινωφελής] όφελος, ευεργέτημα που προορίζεται για το κοινωνικό σύνολο, κοινή χρησιμότητα, κοινή ωφελιμότητα … Dictionary of Greek